- ασύγγνωστος
- -η, -ο (AM ἀσύγγνωστος, -ον) [συγγνωστός]νεοελλ.φρ. «ασύγγνωστη πλάνη» — αδίκημα το οποίο καταλογίζεται σε κάποιον που από αμέλεια αγνοεί το αξιόποινο μιας πράξηςαρχ.-μσν.1. αυτός που δεν είναι άξιος συγγνώμης, ο ασυγχώρητος2. ο ασυγγνώμων.
Dictionary of Greek. 2013.